- αιώρα
- Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το σημείο ισορροπίας και μπαίνει σε φυσική κίνηση όπου κάθε της αιώρηση τείνει να φτάσει στο ύψος της προηγούμενης με τελική κατάληξη φυσικά το σημείο ισορροπίας. Η α. είναι αρχαίο παιχνίδι. Στην αρχή χρησιμοποιούσαν α. για ψυχαγωγία των εορταστών στη γιορτή προς τιμήν του Ικάριου και της κόρης του Ηριγόνης, η οποία είχε απαγχονιστεί από λύπη για τον φόνο του πατέρα της από κάποιους μεθυσμένους βοσκούς. Προσευχήθηκε όμως στους θεούς να πεθαίνουν όλες οι Αθηναίες παρθένες με τον δικό της θάνατο. Επειδή πραγματικά πολλές παρθένες παραφρονούσαν και απαγχονίζονταν χωρίς αιτία, οι Αθηναίοι ρώτησαν σχετικά το μαντείο, το οποίο τους απάντησε ότι έπρεπε να διοργανώσουν γιορτές για να εξευμενίσουν τον Ικάριο και την Ηριγόνη. Η γιορτή αυτή ονομάστηκε α.
Στο αρχαίο θέατρο, α. έλεγαν το σχοινί από το οποίο κρεμούσαν ένα ικρίωμα (τεχνητό άλογο ή άλλο φανταστικό ζώο, ή άρμα) που λειτουργούσε με ένα σύστημα που λεγόταν μηχανή και χρησίμευε για να ανεβάζει νοητά στους ουρανούς ή να κατεβάζει από εκεί διάφορα πρόσωπα –ανάλογα με την υπόθεση του έργου– για την επικοινωνία τους με τους θεούς ή για να φύγουν από τη σκηνή κλπ. Πολλές φορές στην άκρη της α. υπήρχε μια αρπάγη (άρπαξαγκυρίς) από την οποία αιωρούνταν οι ηθοποιοί που παρίσταναν τους θεούς ή τους ημίθεους στις τραγωδίες.
* * *η (Α αἰώρα και ἐώρα)κάθισμα οποιασδήποτε μορφής και σχήματος που κρέμεται από δέντρο ή δοκάρια με δύο σχοινιά και επάνω στο οποίο αιωρείται κανείς, κοινώς κούνια, ανεμόκουνιανεοελλ.κρεμαστό κρεβάτι από δίχτυ που τό χρησιμοποιούν οι ναύτες στα πλοία (κοιν. μπράντα)αρχ.1. είδος άρματος με ελατήρια2. σχοινί για κρεμάλα, βρόχος3. αιώρηση, ταλάντευση4. (ως όρος ιατρ.) θεραπευτική άσκηση (τήν συνιστούσαν οι γιατροί Άντυλλος και Ορειβάσιος)5. διακύμανση, ταλάντευση της σκέψης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *Fai-Fώρ-α, με αναδιπλασιασμό < αἰωρῶ* η γραφή ἐώρα τής λ. οφείλεται σε προφορά τού αι- ως ε-].
Dictionary of Greek. 2013.